Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΗΣ ΒΡΕΞΗΣ

Μια φορά ήταν ένας ποταμός, ο ποταμός της Βρέξης έτσι τον έλεγαν, που έτρεχε ήρεμα μέσα σε ένα ξέβαθο φαράγγι. Τα νερά του ήταν καθαρά και μέσα ζούσαν ψάρια και βάτραχοι. Επειδή ήταν αβαθής, οι άνθρωποι τον περνούσαν χωρίς να στήνουν γέφυρες, κάποτε πηδώντας, κάποτε ρίχνοντας μέσα του μερικές μεγάλες πέτρες φτιάχνοντας δρόμους, έτσι που να μην βρέχονται από τα ήρεμα και αργά νερά του. Τα ζώα τον περνούσαν στα μέρη που ήταν λιγότερο βαθιά, και από αυτόν ποτίζονταν άμα διψούσαν. Ξεκινούσε ο ποταμός από τα ψηλά βουνά και κατέληγε στη θάλασσα , αλλά πριν τα γλυκά νερά σμίξουν με τα αλμυρά, ήταν στενός και δύσβατος με καλαμιώνες βάτα και άλλα δένδρα που βλάσταιναν στα πλευρά του, ενώ εκεί που έσμιγαν τα νερά πλάταινε και άνοιγε, σχημάτιζε μια μεγάλη ήρεμη και αβαθή λίμνη πάνω στην άμμο του γιαλού.

Δίπλα στον ποταμό τα χωράφια ήταν πέτρινα, ήταν καυκάλλες, δεν μπορούσαν να οργωθούν ούτε να καλλιεργηθούν. Κάτω στην τέλειωση του ποταμού που άρχιζε η θάλασσα, είχε ένα μικρό κομμάτι γης που ήταν μόνο χώμα, εκεί διάλεξε και έφτιαξε ένα μικρό περβόλι ένας φτωχός και ορφανός νέος που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Με τα χέρια το καλλιεργούσε, με τα χέρια κουβαλούσε νερό και το πότιζε. Ήταν μια δύσκολη ζωή που περνούσε, αλλά κουτσά στραβά τα κατάφερνε. Δεν είχε κανένα παράπονο από τα δύσκολα, γιατί του άρεσε μετά την κοπιαστική δουλειά να λούζεται στη λίμνη και ύστερα να ανεβαίνει λίγο πιο ψηλά, να κάθεται και να συνομιλά με τον γέρο ποταμό, με αυτό τον τρόπο άφηνε πίσω του κόπους και στενοχώριες.

Και περνούσε ο καιρός, το παλικάρι αγάπησε μια κοπέλα που κατοικούσε πάνω στο χωριό, την ζήτησε από τον πατέρα της, αλλά αυτός περιπαικτικά του απάντησε πως άμα κατάφερνε  να γίνει πλούσιος, να του την ξαναγυρέψει.

Ο νταλκάς που είχε ο νέος για την κοπέλα ήταν μεγάλος, έλαβε πολύ σοβαρά υπ όψιν τα λόγια του πατέρα της, καθόταν και σκεφτόταν με παρέα τον ποταμό, τι να έκαμνε για να γίνει πλούσιος. Ώσπου μια μέρα τούρθε μια καλή ιδέα, και είπε να την συζητήσει φωναχτά με τον φίλο του τον ποταμό:

-Αν είχα ένα Μύλο και άλεθα τα σιτάρια και τα κριθάρια του κόσμου, γρήγορα θα γινόμουν πλούσιος.

Ήξερε όμως ότι αυτό δεν ήταν μπορετό, γιατί το νερό που έτρεχε στον ποταμό ήταν στον πάτο του φαραγγιού, ήταν πιο χαμηλό από τη γη που ήταν δική του, ώστε δεν θα μπορούσε να γυρίζει το μύλο. Όμως ο ποταμός του απάντησε,

-Εσύ κτίσε το Μύλο, και εγώ θα τον γυρίσω…

Ξεκίνησε το παλικάρι να κτίζει το μύλο, οι χωριανοί τον έβλεπαν και τον περίπαιζαν. Μα ο νέος χωρίς να τους λαμβάνει υπ όψη, συνέχισε να κτίζει. Πέρασε ο καιρός, τέλειωσε το κτίσιμο, και ήταν ένας ωραίος στρογγυλός μύλος. Ύστερα επισκέφτηκε τον τοκογλύφο του χωριού, δανείστηκε χρήματα και αγόρασε τους μηχανισμούς για να γυρίζει και να αλέθει ο Μύλος. Αυτό που παρέμενε ήταν ο ποταμός να γυρίσει τον Μύλο όπως του είχε υποσχεθεί. Δεν ανησυχούσε, ήξερε ότι θα κρατούσε την υπόσχεση του…

Και μια μέρα του χειμώνα ο ποταμός πάνω στα ψηλά βουνά στην αρχή ανακατεύτηκε, ύστερα άρχισε να αναστενάζει, αλλά γρήγορα ανακάλυψε τη χαρά να πηδάει πάνω από τους βράχους, και μ' ένα μουγκρητό άρχισε να ισοπεδώνει δέντρα καλάμια και βάτα, και να ανοίγει δρόμους, πηδώντας πάνω από εμπόδια και ορμώντας ενάντια στους βράχους. Το νερό που κατέβαινε στη θάλασσα έγινε θολό, ανέβηκε ψηλά σχεδόν ισα με τις όχτες.  Το ποτάμι κατέβασε νερό από τα βουνά και ψήλωσε η στάθμη μέσα στις όχτες, σχεδόν ισα να ξεχειλίσουν. Πάει το παλικάρι, ανοίγει ένα αυλάκι και οδήγησε το νερό στη φτερωτή του Μύλου, που άρχισε να γυρίζει. Ο κόσμος έτρεξε σε αυτόν, ήθελε να αλέσει το σιτάρι.

Και βλέποντας όλα αυτά και πολλά ακόμα που δεν σας διηγούμαι, το παλικάρι έγινε άρχοντας του χωριού και όλου του τόπου, ύστερα στάθηκε στην άκρη του ποταμού εκεί που έστεκε πάντα, και δύο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Είχε τον ποταμό για φίλο του, ήταν πλούσιος και θα παντρευόταν την καλή του, ήταν απόλυτα ευχαριστημένος.

ΤΟ ΑΓΙΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

 

Στο Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ στη Χλώρακα, έτρεχε άφθονο νερό και σχημάτιζε μια μικρή λίμνη. Μέσα βουτούσαν οι μανάδες τα μικρά παιδιά γιατί πίστευαν πώς όσοι βαπτίζονταν μέσα, γίνονταν ανθεκτικοί στις ασθένειες. Αυτό γινόταν για χρόνια, ώσπου μια κακή μέρα ένα κακό εξώρκι ήρθε μέσα να λουστεί, και καθώς του άρεσε πολύ, εγκαταστάθηκε εκεί. Ήταν ένα Εξώρκι που είχε τη μορφή κακάσχημης γυναίκας-μάγισσας φοβερής, που σκόρπιζε τρόμο στους ανθρώπους. Κανένας χωρικός δεν τολμούσε να πάει να γιάνει τις αρρώστιες του, ούτε να καλλιεργήσει τα χωράφια. Οι μανάδες έπαυσαν να βαπτίζουν μέσα τα μωρά, και οι κάτοικοι άρχισαν να αρρωσταίνουν και να μην γιανίσκουν.

Στεναχώρια και θλίψη κυρίευσε τους ανθρώπους, αλλά κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει με το κακό. Έμοιαζε η τρομερή ένα μεγάλο ανίκητο θεριό.

Περνούσε ο καιρός λοιπόν, και όλοι παρακαλούσαν τον Θεό να στείλει έναν ανδρειωμένο να  διώξει το Εξώρκι. Ο βασιλιάς έβγαλε φιρμάνι πώς όποιο παλληκάρι το έδιωχνε, θα του έδινε το μισό του βασίλειο.

Μια μέρα το λοιπόν, ένα νέος άφοβος και ανδρειωμένος φάνηκε στα μέρη της Χλώρακας. Κρατούσε μια μεγάλη μαγκούρα και ήταν φανερό πώς ερχόταν από μακριά. Κουρασμένο το παλληκάρι, πήγε να ξεδιψάσει και να πληθεί στη μικρή λιμνούλα. Μονομιάς το κακό Εξώρκι, άρχισε να αλαλάζει τρομερά, θέλοντας να τον φοβίσει.

Όμως το παλληκάρι ανδρειωμένο και άφοβο, με πολλή θάρρος άρπαξε τη μάγισσα και με τη μαγκούρα του άρχισε να την δέρνει. Της έδωσε κάμποσες ξυλιές στη ράχη και αυτή με μια φοβισμένη κραυγή έφυγε τρέχοντας, και από τότε κανείς στον τόπο δεν ξανάκουσε γι αυτήν.

Ο λαϊκός θρύλος λέγει πως το ανδρειωμένο παλληκάρι ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και όταν ο βασιλιάς το κατάλαβε, έκτισε προς τιμήν του το εκκλησάκι του Αρχάγγελου πάνω από το Αγίασμα. Δεν ήταν υπέρλαμπρος ναός αλλά μικρό το εκκλησάκι καθώς ήταν ένα φτωχός βασιλιάς, όμως σημασία είχε πώς ο βασιλιάς και οι υπήκοοι του όρισαν τον Άγιο Αρχάγγελο ως προστάτη τους και τον δόξαζαν με περισσή λατρεία από εκείνα τα χρόνια, μέχρι σήμερα.

Το Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ έτρεχε μέχρι πρόσφατα και γιάνησκε τους ανθρώπους, και πότιζε τα χωράφια τα οποία γιορκούσαν περίσσια και έδιναν τροφή σε όλο το λαό. Όμως δυστυχώς όπως συνήθως, άπληστοι και άσκεπτοι άνθρωποι, σκέπασαν το Αγίασμα μέσα στη γη, και πάνω έκτισαν πολυκατοικίες και διαμερίσματα. Τώρα έμεινε μόνο το μικρό εκκλησάκι να θυμίζει σε όσους γνωρίζουν το παραμύθι, τον θρύλο του Αρχάγγελου που ντύθηκε άνθρωπος και έδιωξε το κακό Εξώρκι.

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΕΖΟΥ

 Σε γραπτά κείμενα περί θρύλων και δοξασιών, δεν αναφέρεται οτηδήποτε για τη σπηλιά του δράκου στη Χλώρακα, αλλά οι γεροντότεροι την ενθυμούνται και ως πρότινος την γώριζαν ως ένα λαγούμι μέσα στη γη που ανέβλυζε νερό, ενώ οι νεότεροι το γνωρίζαμε ως Αγίασμα του Αρχάγγελου, ή το νερό του Μαρτέζου. Ο Μαρτέζος ήταν ο ιδιοκτήτης της γης που μέσα ευρισκόταν το αγλιασμα. Το πρότερο όνομα ως σπηλιά του Δράκου, λέγεται πως ο πήρε από ένα δράκο φύλακα, φρουρό ενός αμύθητου θησαυρού που υπήρχε μέσα στη σπηλιά.

Η Σπηλιά του Δράκου ήταν στο βάθος ενός γκρεμμού σε απόσταση λίγων μέτρων νότια από το παρεκκλήσιο του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Ήταν ένα υπόγειο λαγούμι που χανόταν στα βάθη της γης. Το νερό ανέβλυζε και έτρεχε μέσα σε μια λίμνη σκαμμένη μέσα στη γη που υπερχίληζε, και συνέχιζε το δρόμο του μέχρι τη θάλασσα, αφου προηγουμένως γέμιζε άλλες μικρές λίμνες που έφτιαξαν οι άνθρωποι και πότιζαν τα χωράφια.

Πριν αιώνες στη Κύπρο είχε συμβεί μεγάλη πείνα εξαιτίας παρατεταμένης ανομβρίας που κατέστρεψε όλη τη σπορά. Και η πείνα ήταν μεγάλη, όλα τα νερά των πηγών σταμάτησαν, και οι άνθρωποι εμετακινούντο από τόπο σε τόπο μαζί με τα ζώα τους για να βρουν νερό και να ζήσουν. Κι όλα είχαν στεγνώσει και πηγάδια και πηγές, και  οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τους τόπους τους και έφευγαν προς τα εκεί και προς τα εδώ, για να αγοράσουν λίγη τροφή για τα ζώα και για τους ίδιους, όμως και αυτά δεν αρκούσαν, έτσι που πολλοι έκαναν επιδρομές κατά αλλήλων, και οι μεν στρέφονταν εναντίον των δε.

Μέσα σ αυτή την αναμπουμπούλα, ενας φαμελιάρης, οδήγησε την οικογένεια του στα μέρη του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, γιατί μια νύχτα είδε στ όνειρο του, πως εκεί υπήρχε νερό. Έψαξαν εξωνυχιστικά ολη την περιοχη, και μεσα σε μια χαραμάδα ενός γκρεμμού, είδαν βλάστηση ολοπάσινη, σημάδι πως εκεί, σ αυτή τη γη, υπήρχε νερό. Στρώθηκαν στη δουλειά και με πολλή κόπο έσκαψαν ένα λαγούμι. Και βρήκαν νερό. Και όσο συνέχιζαν να σκάβουν, εύρισκαν κι άλλο. Εν τέλει το έσκαψαν πολύ βαθιά μέσα στη γη και βρήκαν αστείρευτο νερρό. Εγκαταστάθηκαν εκεί, οργανώθηκαν, φύτεψαν τη γη και με τον καιρο δημιουργησαν ένα μικρό συνικισμό.

Ο καιρός περνούσε, και η ανομβρία συνεχιζόταν. Ο πληθυσμός σε ολόκληρη την Κύπρο υπέφερε, διψούσε και πεινούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Κύπρο καταφεύγοντας στις γειτονικές χώρες. Οι άλλοι που έμειναν μετανάστευαν από τόπο σε τόπο διαβιώντας με πολλή δυσκολία. Πολεμούσαν μεταξύ τους για μια σταλαγματιά νερό, και ο ένας φόνευε τον άλλο, οι αδύνατοι κρύβονταν από τους δυνατούς, και είχε καταντήσει ολόκληρη η ύπαιθρος γεμάτη παράνομους και ληστές. Ήταν μια παρατεταμένη ανομβρία που κράτησε πολλά χρόνια, και όλοι οι τόποι ξεράθηκαν και ερήμωσαν.

Στο μικρό συνοικισμό όμως κανείς δεν ένιωθε δίψα ή πείνα, καθώς είχαν νερό και καλλιεργούσαν τα χωράφια που ήταν απλωμένα γύρω από το λαγούμι. Οι άνθρωποι πρόκοψαν, έκτισαν σπίτια και εφτιαξαν νόμους. Ο γέρο φαμελιαρης οργάνωσε καλά τους ανθρώπους, ώστε να μπορούν να αντισταθούν σε περίπτωση επίθεσης. Οχύρωσαν τα σπίτια, και ένας φρουρός συνεχώς στεκόταν στην κορφή του γκρεμού προσέχοντας από εχθρούς.

Μια φορά όμως, κακοί ληστές που στο διάβα τους κατέφευγαν σε κλεψιές, αρπαγές, και φόνους, και πολλά χωριά τα άφηναν ερείπια παραδίδοντάς τα στις φλόγες αφού πρώτα λεηλατούσαν τους κατοίκους και τους έδιωχναν ή τους σκότωναν αφήνοντας παντού ερήμωση, στο πέρασμα τους ανακάλυψαν τον όμορφο συνοικισμό, και παραφυλάσσοντας τους έπιασαν στον ύπνο. Τους σκότωσαν όλους. Βίασαν τις γυναίκες, έσφαξαν τα παιδιά και κρέμασαν τον γέρο αρχηγό σε μια μεγάλη τρεμιθιά. Και τους άρεσε το τόπος τόσο πολύ, που αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί.

Μα από τη φρίκη της σφαγής, γλίτωσε μια κορούλα με τον μικρό της αδερφό που κρυμμένοι μέσα σε ένα θάμνο, γεμάτοι φόβο παρακολούθησαν τις επαίσχυντες πράξεις των βάρβαρων λησών. Χωρίς μιλιά να μην ακουστούν, κατάφεραν να μείνουν απαρατήρητοι, και όταν το σκοτάδι της νύχτας έπεσε πηχτό, διέφυγαν και κρύφτηκαν  ψηλά στο Μελισσόβουνο, εκεί που ύστερα από χρόνια, έκτισε την κατακόμβη του ο Άγιος Νεόφυτος. Έζησαν πολλά χρόνια μέα στον άγριο τόπο, ανάμεσα σε άγρια ζώα, και αυτοι σαν άγρια ζώα, και κατάφεραν να επιβιώσουν. 

Για να επιβιώσουν αναγκάζονταν και αυτοί να κλέβουν, έτσι σιγά με τον καιρό όταν μεγάλωσαν, ο μικρός απέχτησε τη φήμη ενός αδίστακτου ληστή.

Αλλά η φρίκη της σφαγής των δικών τους, έμεινε ανεξίτηλη στο μυαλό τους γραμμένη.

Το μικρόν παιδί ποτέ του δεν ξέχασε, και είχε πάρει όρκο μέσα του πως θα έπαιρνε εκδικηση. Ήταν ένας πόνος αβάσταχτος που του έκαιγε τα σωθικά, και δεν μπορούσε να ξεχάσει. Είδε εμπρός του να κατακρεουργούν τους γονείς του και τους φίλους του, και απάνθρωπα να τους σκοτώνουν, πως μπορούσε λοιπόν να ξεχάσει; Όσο ο καιρός περνούσε δεν μπορούσε καθόλου να ξεχάσει, παρά μόνον όλο και περισσότερο μέσα του θέριευε το μίσος. Ήθελε οπωσδήποτε να εκδικηθεί, το είχε πάρει απόφαση, πως δεν θα άφηνε κανένα ζωντανό. Απλώς περίμενε καρτερικά να μεγαλώσει τόσο, όσο να δύναται να τους νικήσει…

Όταν ήρθε ο καιρός, κατέβηκε από το βουνό και την κρυψώνα του, και καθώς καλά γνώριζε την χαμηλή περιοχή αφού εκεί γεννήθηκε, στήνοντας καραούλι πότε εδώ, πότε εκει, ένα-ένα άρχισε να τους σκοτώνει. Τρόμος επικράτησε ανάμεσα στους ληστές, αλλά δεν μπορούσαν να τον βρουν να τον πολεμήσουν, δεν μπορούσαν να του αντισταθούν, καθώς τους σκότωνε καλά κρυμμένος και χωρίς κανείς να τον βλέπει.

Δεν άφησε κανένα ζωντανό. Ήταν μια σφαγή χωρίς όρια που άφησε κατάπληκτο όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό, γιατί εγίνηκε με άγριο τρόπο και πολύ μίσος, χωρίς λύπηση για γυναίκες νιές, έγκυες ή γριές, ούτε για μικρά παιδιά εν λυπήθηκε, ούτε ανήμπορους και ανυπεράσπιστους γέρους. Ύστερα ανατίναξε με δυναμίτη τη σπηλιά που έτρεχε το νερό, το νερό σταμάτησε να τρέχει, και ο κάμπος ξέρανε και έγινε οπως παλιά, μια έρημη περιοχή.

Η σφαγή ήταν μεγάλη και το μακελειό τόσο, που ο κόσμος έφτιαξε ιστορίες και θρύλους, έλεγαν για κρυμμένους θησαυρούς μέσα στη σπηλιά που χάλασε, και για ένα δράκο που κατοικούσε εκεί, εννοώντας ίσως τον φοβερό ληστή που έσφαξε όλους τους κατοίκους.

Ύστερα από πολλά χρόνια άρχισε να αναβλύζει λίγο νερό, είπαν ήταν Αγίασμα, ήταν αρκετό όμως για να ποτίζονται λίγα περβόλια που ήταν δίπλα. Βλάστησαν πολλές τρεμιθιές και δρύες, ενώ πολλοι κάτοικοι ενώ όργωναν βρήκαν αρχαίους τάφους που είχαν μέσα πλούσια κτερίσματα, σημάδι της μεγάλης ακμής που είχαν οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του νερού ήταν ο Αγαθοκλής Μαρτέζος. Η περιοχή αγοράστηκε από πλούσιους επιχειρηματίες και στη δεκαετία του 1990 κτίστηκε με διαμερίσματα, αφου πρώτα διοχέτευσαν το τρεξιμιό νερό πίσω στη γη όπου και χάθηκε προς το παρών…

Η ΠΑΛΙΑ ΒΡΥΣΗ

Είναι κτισμένη στα νότια της Χλωρακας, δίπλα απο πυκνοκατοικημένη περιοχή. Απο αυτήν έπινε όλο το χωριό. Και επειδή χρησιμοποιοταν συνεχώς ο πιο πανω ο Όρος, της έμεινε και για όνομα.

Επίσης απο αυτήν πότιζαν και όλα τα χωράφια της περιοχής. Το νερό μαζευόταν σε λίμνη την ημέρα, και την νύχτα το έπαιρναν οι δικαιούχοι με ωράρια.
Λίγα μέτρα από την κεντρική πλατεία της κοινότητας στην πλευριά μεριά ενός χειμάρρου με πυκνή βλάστηση, σε ένα τόπο καταπράσινο από θεόρατους δρύες και άγρια πανίδα, ήταν οικοδομημενο το περίκαλλο κτίσμα που σώζεται περιποιημένο και συντηρημένο έως σήμερα, η «Βρύση» του χωριού.
Όπως σε πολλές περιοχές υπάρχουν έθιμα στα οποία πιστεύουν και τηρούν ευλαβικά οι άνθρωποι, στη Χλώρακα οι κάτοικοι για  να καλοπιάσουν τις καλές νεράιδες και τις κακές ανεράδες που θεωρούσαν ότι κατοικούσαν στις πηγές, προσέφεραν σπονδές όπως βασιλόπιττες και μελομακάρουνα για να γλυκάνουν αυτές και τα νερά τους.
Γεροντότεροι κάτοικοι μαρτυρούν πως στους παλαιούς καιρούς το πρωί της Πρωτοχρονιάς μετά την εκκλησία, οι κάτοικοι συνήθιζαν να πηγαίνουν στη «Βρύση» του χωριού για να γεμίσουν τις στάμνες τους με καινούριο αγιασμένο νερό, αφού πρώτα γινόταν δέηση από τον ιερέα που το ευλογούσε στο όνομα του πατρός, του υιού και τους Αγίου πνεύματος, και ύστερα τους ράντιζε την κεφαλή με ένα κλωνί από λασμαρί ή βασιλιτσιάς.
Σήμερα δίπλα στη παλιά πετρόκτιστη «Βρύση» έχουν κτίσει ένα ωραίο παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Υπάτιο δωρεάν ευεργέτου Γιαννάκη Αριστοδήμου, και ένα ωραιότατο αμφιθέατρο κτίσεως επί κοινοταρχίας Ανδρέα Μαυρέση, ενώ ο όλος περιφερειακός χώρος έχει μετατραπεί σε όμορφο πάρκο πλακοστρωμένο και τοιουτοτρόπως κατασκευασμένο, ώστε τέλεια συνάδει με την γύρω φύση και δένει με την παλιά εποχή.

ΤΑ ΜΗΛΑ

Τα μήλα είναι ο τόπος απέναντι του θεάτρου της Χλώρακας που εκτείνεται μέχρι τη περιοχή με την ονομασία Καπηρός. Είναι μια λαξιά ποταμού που ξεκινά από τις παρυφές του οροπεδίου της Χλώρακας. Το χειμώνα τεράστιες ποσότητες όμβριων υδάτων συναντούνται και πέφτουν από τον ψηλό γκρεμό σαν καταρράκτης πάνω στα μαλακά χώματα όπου με τον καιρό σχημάτισαν ποταμό που τα οδηγεί στη θάλασσα.
Ονομάστηκαν Μήλα εκ παραφθοράς, γιατί βλαστούν πολλές  κουρτουνιές που παράγουν στρογγύλους καρπούς όπως τα μήλα.
Είναι τόπος ανοιχτός προς τη θάλασσα, και πολλές ιστορίες υπάρχουν που διηγούνται για αερικά περάσματα ψυχών και φαντασμάτων που έχουν το διάβα τους από το μέρος. Υπάρχουν επίσης διηγήσεις ότι  έναν παλαιόν καιρό μέχρι πριν ένα αιώνα, ήταν τόπος καταραμένος όπου τα μεσάνυχτα ακούγονταν τα κογκήματα πεθαμένων, μέχρι που ένας καλόγερος περνώντας από το χωριό, έλυσε τα μάγια και ημέρεψε το μέρος.

ΤΟ ΠΕΡΒΟΛΙ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΧΟΥ


Ο Χρυσοχός είναι ένα μικρό χωραφάκι ισα με μια βραχτη. Είναι πανωθεν της παλιάς Βρύσης, στην βορειοδυτική της μεριά. Εκεί τα παλιά χρόνια είχε το εργαστήρι του ένας τεχνίτης Χρυσοχόος. Παρ όλο που το χωριό ήταν μικρό μια σταλιά, εντούτοις προτίμησε τούτο τον τόπο και εγκαταστάθηκε, καθώς στην περιοχή μέσα στα χωράφια ανακατωμένα με το χώμα, υπήρχαν ψήγματα χρυσού που όταν οι αγρότες κάτοικοι όργωναν, κολλούσαν ανακατωμένα με χώματα πάνω στα ηνία των αρότρων, που ακολούθως πουλούσαν στον χρυσοχόο ο οποίος και τα επεξεργαζόταν.  
Λέγεται πως στο μεγάλο σεισμό του 1443 το εργαστήρι χάλασε και μια μεγάλη πέτρα κύλησε και έκατσε εκεί που είναι σήμερα κτισμένο το εκκλησάκι του ο Αγίου Υπατίου, στην οποία οι κάτοικοι βαλαν ένα σιδερένιο κουτί όπου μέσα άναβαν ένα καντήλι και υμνούσαν τον Άγιο τον θεραπευτή των μικρών παιδιών που δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Έδεναν στα πόδια του μωρού ένα ελαφρύ μικρού μήκους νήμα, και βαστώντας το από τα χέρια το βοηθούσαν να περπατά γύρω-γύρω ώσπου να σπάσει η κλωστή, οπότε και πίστευαν πώς το θαύμα θα γινόταν. 
Παλιοί κάτοικοι μαρτυρούν πως μέσα στον μεγάλο βράχο ήταν σκαμμένο ένα κούφωμα που έκλεινε με μια εφαρμοστή πέτρινη θύρα χωρίς να αφήνει σημάδια πως ήταν ένα ξένο σώμα, αλλά πως ήταν απλά ένα σχέδιο σκαλιστό στο βράχο. Πίσω από τη θύρα μέσα στο κούφωμα, ο χρυσοχόος φύλαγε τα χρυσάφια του, που όταν πέθανε έμειναν μέσα φλεγμένα, χωρίς κανείς να γνωρίζει το μυστικό. Όταν λοιπόν στο μεγάλο σεισμό η πέτρα κύλησε και στάθηκε δίπλα στην παλιά βρύση, ο Χατζηφίλιπος ο Τοκογλύφος νεαρός ακόμα, ανακάλυψε τυχαία τη μυστική θύρα και τα χρυσάφια που ήταν μέσα. Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο έγινε πλούσιος, και αργότερα πλουσιότερος, αφού χρησιμοποιώντας αυτά τα πλούτη έγινε ο τοκογλύφος του χωριού
Μια ιστορία λέει πως,
μια φορά ένας Κύπριος αλχημιστής που ζούσε στην Βενετιά, επισκέφτηκε το μικρό εργαστήριο, και ο ιδιοκτήτης του το παραχώρησε για λίγες μέρες. Έμεινε μοναχός μέσα κλεισμένος χωρίς να βγαίνει έξω καθόλου, παρά μόνο έδωσε μήνυμα στους ζευγολάτες να του φέρνουν όσα χώματα κολλούσαν στα ηνία όταν όργωναν στην περιοχή εκείνη.

Όταν πέρασαν μέρες, έπαυσε να δίνει σημεία ζωής, οπότε κάποιοι χωριανοί δειλά, άνοιξαν την πόρτα να δουν μήπως έπαθε κάτι. Το καμαράκι ήταν άδειο, αλλά πάνω στο τραπέζι βρήκαν αφημένο ένα ψωμί από χρυσάφι. Κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί φεύγοντας μυστικά άφησε το χρυσό ψωμί. Κάποιοι είπαν πως ίσως το άφησε ως παρακαταθήκη για να θαυμάσουν οι κάτοικοι τη δόξα του, καθώς ως σπουδαίος Αλχημιστής, ζύμωνε ψωμιά από πηλό, και ακολούθως τα μετέβαλλε σε χρυσάφι.   

Ο ΚΑΠΥΡΟΣ

Ο Καπυρός είναι ένας τόπος νοτιοδυτικά της Χλώρακας μετά τις Τρεμιθιές της Ζήνας, στα ριζά των υψωμάτων που συνορεύουν με τα Μήλα, αποτελώντας μια συνέχεια συμπεριλαμβανομένων των χωραφιών Χρυσοχός και παλιά Βρύση. Είναι τρεις τοποθεσίες τις οποίες καλύπτει κάποιο μυστήριο πέπλο, καθώς παλιά οι γονείς έλεγαν στα παιδιά ιστορίες που συνέβησαν παράξενες και φοβερές, άλλοτε φοβίζοντας τα να μην κάνουν αταξίες, και άλλοτε εξάπτοντας τη φαντασία τους ώστε να δημιουργούν παραμύθια ως αποτέλεσμα συμβάντων που έγιναν μιαν παλαιότερη εποχή, ή για πράγματα που ακόμα συνέβαιναν κάποιες σκοτεινές νύχτες όταν το φεγγάρι χανόταν και η σκοτεινιά τύλιγε το σύμπαν με τα άστρα πολύ ψηλά έτσι που το λίγο φως που αντανακλούσαν, να φέγγει ελάχιστα έως τη γης.  
Ονομάστηκε Καπυρός από τη λέξη πυρά, ένεκα του ότι ο ψηλός γκρεμός που έστεκε στην άκρια, αποτελείτο από πετρώματα που όταν ο ήλιος έγερνε να δύσει, αντανακλούσαν τις ακτίνες του δημιουργώντας αφόρητη πυρά. Και ενώ ήταν γεμάτος βλάστηση ένεκα πηγής που ανέβλυζε ολοχρονίς νερό και πότιζε το χώμα δημιουργώντας παραδεισένιο τοπίο, όταν τα απογεύματα ο ήλιος βουτούσε στη θάλασσα, οριζόντια οι ακτίνες του κτυπούσαν στα βράχια των γκρεμών που τις αντανακλούσαν, και κυριολεκτικά πύρωναν την ατμόσφαιρα που σκέπαζε τον Καπυρό.

Οι ιστορίες που έλεγαν ήταν πολλές, ανάλογα με τις ηλικίες των ανθρώπων που τις εξιστορούσαν και σε ποιους απευθύνονταν. Μια ιστορία ενθυμούμαι καλά που μου έλεγε η στετέ μου η Δεσποινού, ήταν πως εκεί κατοικούσαν πάουλλοι που έπαιρναν τα άτακτα παιδιά, καθώς και μια λόττα με τα κούνια που έβγαινε τις σκοτεινιασμένες χειμωνιάτικες νύχτες και άρπαζε τα μικρά παιδιά που δεν έπεφταν ενωρίς να κοιμηθούν, και τα έπαιρνε τροφή για τα παιδιά της. Όταν τα μωρά δεν κοιμόντουσαν και ο αγέρας σφύριζε παράξενα δημιουργώντας διάφορους ήχους, τους έλεγαν οι μαμάδες κι οι γιαγιαδες πως ηταν ο θόρυβος από τις κουδούνες που κρέμμοναταν στο λαιμό της λόττας και κουδούνιζαν όταν εβγαινε για να βρει τροφή, και πως έπρεπε τα μικρά παιδιά να σκουλληστούν το πάπλωμα και να κοιμηθούν, ώστε να μην τα βρει και τα πάρει μαζί της. Έτσι λοιπόν τα παιδιά σκεπαζόντουσαν και σιωπηλά προσπαθούσαν ενωρίς να αποκοιμηθούν, ώστε να μην τα ανακαλύψει το μεγάλο θεριό.

ΟΙ ΤΡΕΜΙΘΙΕΣ ΤΗΣ ΖΗΝΑΣ

Οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τα σκότη της γης κάθε Χριστούγεννα, και γυρίζουν τα σπίτια των χωρικών ψάχνοντας να βρουν χοιρινό κρέας που πολύ τους αρέσει.
Μια φορά ένας καλικάντζαρος που δεν έβρισκε κρέας να φάει, Ντύθηκε τη μορφή ανθρώπου και χτύπησε την πόρτα ενός χωρικού ζητώντας του με πολλή επιμονή να του δώσει να φάει. Όμως ο χωρικός ένας σκληροτράχηλος χειροδύναμος γεωργός δεν του έδινε, αλλά και ο καλικάντζαρος δεν έφευγε και με πολλή θράσος ζητούσε κρέας χοιρινό να φάει. Οπότε ο χωρικός θυμωμένος πολύ από την επιμονή του, τον άρπαξε και τον έκαμε τουλούμι στο ξύλο. Ο καλικάντζαρος θέλοντας να τον εκδικηθεί, τον ρώτησε το όνομα του, ώστε αργότερα να επιστρέψει με άλλους καλικάντζαρους και να τον δείρουν. Όμως ο πονηρός χωρικός του είπε πως τον λένε Κανένας.
Πάει λοιπόν ο καλικάντζαρος και βρίσκει τους άλλους καλικαντζάρους, και τους είπε πως τον έδειρε ο κανένας και να πάνε όλοι μαζί να πάρουν εκδίκηση. Οι σύντροφοι του γέλασαν μαζί του νομίζοντας πως ήπιε κρασί και μέθυσε. Αυτός όμως επέμεινε τόσο πολύ, που τους νευρίασε, και για να ησυχάσουν τον έδεσαν σε μια τρεμιθιά έξω από το εκκλησάκι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου.
Αφού πέρασαν τα Φώτα και έφυγαν οι καλικάντζαροι, δυστυχώς ξέχασαν τον φίλο τους δεμένο στην μεγάλη τρεμιθιά. Και έμεινε εκεί δεμένος για αιώνες να τον περιπαίζουν τα μικρά παιδιά, και να τον παίρνουν οι νοικοκυρές να τους κάνει τις σκληρές δουλειές.
Αυτά μας έλεγαν οι γιαγιάδες μας πως συνέβαιναν τα παλιά χρόνια, και πως ο καημένος καλικάντζαρος έμεινε για αιώνες εκεί δεμένος, να κάνει τις δουλειές των χωρικών και να τον περιγελούν τα παιδιά.

Στον τόπο εκείνο βλάσταιναν πολλές θεόρατες τρεμιθιές πολλών χιλιάδων χρόνων, ώσπου τον τόπο τον αγόρασε η Ζήνα Κάνθερ και τον δώρισε σε Χλωρακιώτες, οι οποίοι όμως τις έκοψαν για να κτίσουν διαμερίσματα και να ανοίξουν δρόμους. Όμως η μεγάλη τρεμιθιά που σε αυτήν ξέχασαν δεμένο τον σύντροφο τους οι καλικάντζαροι, στέκει εκεί να θυμίζει την παλιά ιστορία, αλλά και το μένος των ανθρώπων που για την ανάπτυξη και την πρόοδο τους δεν δίστασαν παράνομα να κόψουν τα αιωνόβια δένδρα. Η περιοχή από τότε ονομάζεται οι τρεμιθιές της Ζήνας.

ΠΥΡΟΜΑΣΙΑ

Τα Πυρομάσια είναι μια έκταση γης στους πρόποδες του Τουρκοκυπριακού λόφου της φάπρικας στην δυτική τέλειωση του Μουττάλου. Είναι μια περιοχή που περιβάλλει τον μικρό λοφίσκο, όπου τα χώματα της γης είναι μαυριδερά και καψερά, και το νερό λιγοστό. Γι αυτούς τους λόγους τα εδάφη ήσαν μη καρπερά, και οι γεωργοί φύτευαν καλλιέργειες που άντεχαν στην καψερή γη, όπως κρεμμύδια και άλλα παρεμφερή.  Γι αυτό το λόγο λοιπόν, ονομάστηκε η περιοχή Πυρομάσια, μια σύνθετη λέξη προερχόμενη από τις λέξεις πυρ και μάχομαι, δηλαδή η πυρά μάχεται τη γη.
Σε ένα από τα χωράφια, για αιώνες υπήρχε φυτεμένη στα χώματα μια τεράστια τσιόνενη κολώνα όπου στην κορυφή της είχε μια μεγάλη στρογγυλή σφαίρα, την οποία ο λαός ονόμαζε αδράχτι της Ρήγαινας, και για το οποίον ο αστικός μύθος αναφέρει πως,

Ή Ρήαινα είσιεν τό παλάτιν της πάνω στην Φάβρικαν. Ό Διενής ήθελε την Ρήαιναν γιά γυναίκα του.
Η Ρήαινα είπεν του,
-Αν μου φέρεις νερόν στην Πάφον εν νά σέ πάρω άντρα μου.
Ο Διενής έκαμε τότε το πετραύλακον τζαι έφερε τό νερόν που την Τάλαν. Η Ρήαινα, άμα έφερε τό νερόν, εμετάνωσεν τζιαι γέλασε του Διενή. Τότες ο Διενής εθύμωσεν.  Εστάθηκεν πάνω στόν Μούτταλλον (λόφον του Κτήματος) τζιαι πήρεν μιαν πέτραν τζιαι έρριψεν της την. Τζιαί η πέτρα στέκει ώς την σή­μερον δίπλα που τον άην αγαπητικόν τσιαι Μισητικόν, τζιαί φέρει πάνω την σπαθκιάν του Διενή. Ή πέτρα έν τής έμπλασεν. Η Ρήαινα εθύμωσεν τζιαί τζιείνη τζιαί έρριψεν του τ' άδράχτιν της, μά έν του έμπλασεν. Τσιαι το αδράχτιν έππεσεν κάτω που τον Μούτταλον, μέσα σ ένα χωράφι της Γλώρακας

Η Ρήγαινα αν και πρόσωπο πραγματικό, η λαϊκή παράδοση της Κύπρου την κατέταξε στους θρύλους και τις παραδόσεις της νήσου. Την συσχετίζει με τον Διγενή και της αποδίδει πολλά μεσαιωνικά κάστρα, φρούρια και χωριά.
Η Ρήγαινα της Πάφου ήταν μια πανέμορφη κυρά και πολεμίστρια που διαφέντευε τον τόπο από τα Παλαιόκαστρα μέχρι την πόλη της Χρυσοχούς. Κανείς εχθρός δεν μπορούσε να την νικήσει, γιατί ήταν περισσότερο έξυπνη από ένα στρατηλάτη, και κατοικούσε σε καλά οχυρωμένους πύργους. Είχε τον πύργο της στα Κτιστά κοντά στη Χλώρακα μια απέραντη παραλιακή πεδιάδα, που αρχίνιζε από την πέτρα του Ρωμιού και τέλειωνε στον Ακάμα. Οι υπήκοοι της ασχολούνταν με τη γεωργία, καλλιεργώντας κατ αρχάς ζαχαροκάλαμα, και μετά τεύτλα, παράγοντας ζάχαρη την οποίαν φόρτωναν σε καράβια στο λιμάνι της Πάφου και τη διακινούσαν σε όλη την σύγχρονη Ευρώπη. Κατασκεύαζαν ζάχαρη σε μια εποχή που η Αφρική ήταν πολύ μακριά από την Ευρώπη, έτσι η Κυπριακή ζάχαρη ήταν περιζήτητη καθώς εύκολα την αποκτούσαν ένεκα των μικρών αποστάσεων. Η ζάχαρη κυρίως κατασκευάζεται από τα ζαχαροκάλαμα, αλλά επειδή τη Κύπρο κατά καιρούς μάστιζαν μεγάλες ανομβρίες, η έξυπνη Ρήγαινα σκέφτηκε να παράγει τη ζάχαρη από τα τεύτλα τα οποία δεν χρειάζονταν πολύ νερό για την καλλιέργεια τους.
Ήταν λοιπόν η Ρήγαινα μια καλή βασίλισσα που η εξυπνάδα της ήταν ξακουστή όπως και η πονηριά της, αλλά και η ομορφιά της.
Ο θρύλος λέει πως ο ήρωας Διγενής Ακρίτας άκουσε για την ομορφιά της, και θέλοντας να την γνωρίσει όταν πέρασε από τα μέρη της Πάφου, βλέποντας την την αγάπησε.
Ο Διγενής ήταν ξακουστός Ακρίτας φύλακας των συνόρων του Βυζαντίου, και θέλοντας να απαλλάξει τη χώρα του από έναν επικίνδυνο Σαρακηνό, τον κυνήγησε μέχρι την Κύπρο για να τον εξοντώσει. Τον κυνήγησε λοιπόν, και στο κατόπι του ξεμπάρκαρε στη Μόρφου. Τον είδε μακριά να τρέχει να γλυτώσει, οπότε ακουμπώντας το χέρι του στο βουνό του Πενταδάχτυλου, έδωσε ένα σάλτο για να το φτάσει. Το χέρι του έμεινε αποτυπωμένο στο ψηλό βουνό, και από το σχήμα των δαχτύλων του, ονομάστηκε Πενταδάχτυλος. Ο Σαρακηνούς καταδιωκόμενος έφτασε στην Πάφο και μπήκε σε ένα πλοίο να φυγει. Ο Διγενής αφού δεν τον προλάβαινε, άρπαξε μια πέτρα και σημαδεύοντας, την έριξε και βύθισε το πλοίο. Είναι η πέτρα του Ρωμιού ο θεόρατος μεγαλοπρεπής βράχος που ευρίσκεται μέσα στην άκρια της θάλασσας ως σύνορο και σήμα κατατεθέν εκεί που αρχινά η Πάφος. 
Φθάνοντας λοιπόν στην Πάφο, συνάντησε τη Ρήγαινα, την αγάπησε και θέλησε να την κάμει γυναίκα του.
Μα η πονηρή βασίλισσα που δεν ήθελε για σύζυγο της ανώτερο της να τη διατάσσει, για να τον αποφύγει του ζήτησε να αποδείξει την αξία του πραγματοποιώντας έναν άθλο. Του ζήτησε να φέρει νερό από τη μακρινή Τάλα για να ποτίζουν οι υπήκοοι της τα ζαχαροκάλαμα και τα τεύτλα.
Μα ο Διγενής που δέχτηκε την πρόκληση της, ήταν υπεράνθρωπος και προς μεγάλη δυσαρέσκεια της έκτισε ένα μακρύ αυλάκι και έφερε το νερό στους αγρούς και πότισε όλη την παραλιακή πεδιάδα.
Σκέφτηκε τι να κάμει η Ρήγαινα να τον αποφύγει, και αποφάσισε να μπει σε ένα πλοίο να φύγει λίγο καιρό μέχρι να βαρεθεί και να εγκαταλείψει τη Κύπρο, να πάει στη χώρα του και στη δουλειά του.
Μα ο Διγενής οργίστηκε και ανεβαίνοντας στο ψήλωμα της Βίκλας στο Μούτταλο, άρπαξε μια μεγάλη πέτρα και την έριξε στο καράβι να το βουλιάξει και να την πνίξει μέσα στα αλμυρά νερά της θάλασσας. Για καλή της τύχη η πέτρα έπεσε λίγο πριν τη θάλασσα, και μέχρι σήμερα ευρίσκεται εκεί δίπλα στον Άη Αγαπητό και Μισητό, και ονομάζεται η πέτρα του διγενλη, και φέρει πάνω του τη σπαθιά του Διγενή, καθώς πάνω της είναι το σημάδι  όταν την χτύπισε με το σπαθί του για να την ξεκολλήσει και να την ρίξει στο πλοίο.

 Μα η αντρειωμένη  Ρήγαινα οργίστηκε, και ως δεινή και δυνατή πολεμίστρια, άρπαξε ένα θεόρατο κίονα και του τον έριξε και αυτή να τον σκοτώσει. Έπεσε κάτω από το λόφο που στεκόταν σε ένα χωράφι της Χλώρακας που ανήκε στον Νικόλα Αλεξάνδρου. Ο κίονας είχε ύψος τέσσερα μέτρα και διάμετρο ένα, και ονομάστηκε από τους κατοπινούς αδράχτι της Ρήγαινας, καθώς στην κορφή είχε μια συμμετρική σφαίρα, που του έδινε τη μορφή ίδιο με γιγαντιαίο αδράχτι. Υπήρχε φυτεμένο μέσα στη γη στον ίδιο αγρό μέχρι το 1963 περίπου που αρχίνισαν οι διακοινοτικές ταραχές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, οπότε οι Τουρκοκύπριοι το έκλεψαν και το τοποθέτησαν στην αυλή του σχολείου τους στο κέντρο της συνοικίας του Μουττάλου.

ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΞΕΝΗΣ

Μια φορά τον παλαιό καιρό κοντά στην πόλη της Πάφου ήταν η κοινότητα της Χλώρακας που είχε τα σπίτια κτισμένα στα ψηλώματα του χωριού λίγο μακρύτερα από την εύφορη παραλιακή πεδιάδα. Τα καλοκαίρια οι κάτοικοι έστηναν πρόχειρα καταλύματα και έστρωναν κάτω από τα δένδρα και κοιμόντουσαν εκεί στην ύπαιθρο την εύφορη γη, ώστε με το χάραμα του φού να ποτίζουν τα χωράφια τους πριν αρχίσει η κάψα του πρωινού.
Ένα χωράφι στην τέλειωση του χωριού που αρχινά η Κάτω Πάφος, ονομάζεται το χωράφι της Φιλόξενης. Η Φιλόξενη ένα παλαιό καλοκαίρι έστησε το πρόχειρο υποστατικό της  για να καλλιεργήσει και να ρεντέψει (φυτέψει).
Στην άκρη του χωραφιού της ήταν κτισμένο το Καμαρούϊ, μια αρχαία βρύση που έβγαζε κρυστάλλινο νερό και πότιζε σχεδόν όλα τα χωράφια του κάμπου. Μπροστά από τη βρύση περνούσε ένας στενός αμαξιτός δρόμος που οδηγούσε στην Κάτω Πάφο. Όλοι οι περαστοί διαβάτες από τα δυτικά χωριά σταματούσαν εκεί να ξεδιψάσουν και να ξαποστάσουν. Η Φιλόξενη τους φιλοξενούσε, ήταν μια ευγενική γυναίκα, ήταν γι αυτό που της κόλλησαν το ομώνυμο όνομα.
Εκείνη την ημέρα ένα μικρό καραβάνι σταμάτησε στη βρύση. Η Φιλόξενη τους καλωσόρισε και τους κάλεσε  να τους φιλέψει. Τους τράταρε καφέ με γλυκό, και αφού οι διαβάτες ξαπόστασαν, συνέχισαν τον δρόμο τους.
Μαζί με τα άλλα ζώα της η Φιλόξενη είχε ένα μικρό μουλούι (μουλάρι από διασταύρωση αλόγου και γαϊδάρας) που ύστερα από κάμποση ώρα που έφυγαν, παρατήρησε ότι έλειπε. Νόμισε η άμοιρη, ότι ακολούθησε τα ζώα του καραβανιού και έτρεξε στο κατόπι τους ώσπου τους πρόλαβε και γύρεψε το ζώο της. Δεν το βρήκε, δεν ήταν μαζί τους, και κάποιος από τους διαβάτες που την είδε μαραζωμένη, της είπε να μην απελπίζεται, και να στραφεί πίσω να ψάξει στα φωτιστικά της περιοχής γιατί μπορεί να έπεσε μέσα και να το προλάβει ζωντανό.
«Μα πως είναι δυνατόν να έπεσε σε φωτιστικό και να είναι ακόμα ζωντανό;» είπε η Φιλόξενη.
Ευχαριστημένη έμεινε και η Φιλόξενη που πιστεύοντας ότι το μουλούι της βρίσκεται εν ζωή, στράφηκε τρεχάτη πίσω να ψάξει σε όλους στους λάκκους να το βρει.  Όταν έφτασε στον τόπο της καθώς ήταν ποσταμένη (κουρασμένη) και διψασμένη,  έσκυψε στη Βρύση, ήπιε νερό, και τι άδικο, για ένα μουλάρι, έσκασε από το νερό και πέθανε…
Το μικρό ζώο είχε πέσει σε φωτιστικό (λάκκο) του λαγουμιού της Βρύσης, και πνίγηκε. Ύστερα από 40 χρόνια όταν ένας χωριανός κατέβητε να καθαρίσει το φωτιστικό, βρήκε τα κόκαλα του μικρού ζώου, που ακόμα μύριζε άσχημα, δεν είχε λιώσει μέσα στο νερό που βρισκόταν.


ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΗΣ ΑΛΗΠΑΤΟΥΣ

Ήταν μια φορά στη Χλώρακα μια μικρή ορφανή που την έλεγαν Πατού και ζούσε μόνη σε ένα μικρό σπιτάκι κτισμένο σ ένα μικρό χωραφάκι όπου μέσα είχε βλαστημένες τρεμιθιές, τερατσιές, και βελανιδιές.
Ήταν 15 χρονών και για να ζήσει μάζευε τεράτσια και έφτιαχνε τερατσόμελο, τρεμίθια και έφτιαχνε τρεμιχόλαδο, καθώς και βελανίδια ως τροφή για τα ζώα. Φύτευε και λίγα χόρτα και οπωρικά που τα πότιζε από την βρύση του χωριού, και όλα αυτά, τα πωλούσε στις καλές γειτόνισσες που με ευχαρίστηση τα αγόραζαν, ώστε τοιουτοτρόπως τη βοηθούσαν να ανταπεξέρχεται λίγο τη μεγάλη της φτώχεια. Διαβιούσε φτωχικά και με δυσκολία, αλλά ήταν τίμια και καλή χριστιανή. Ήταν πολύ όμορφη και όλοι την συμπαθούσαν, όμως είχε και αυτή σεβασμό στους μεγαλυτέρους της και τιμούσε όλους τους χωριανούς. Στον εύκαιρο της καιρό επισκεπτόταν τις χωριανές νοικοκυρές, και πρόθυμα προσφερόταν να τις βοηθήσει στις οικιακές τους εργασίες. και αυτές όμως την βοηθούσαν καθώς πολύ την αγαπούσαν, και επιπλέον την συμβούλευαν. Την συμπαθούσαν, ήθελαν γι αυτήν μια καλύτερη μοίρα και της εύχονταν να βρει ένα καλό παλικάρι να παντρευτεί, και έτσι να νοικοκυρευτεί.

Ήταν και ένας μικρέμπορας, που τον έλεγαν Αλή. Είχε μαυριδερό πρόσωπο και ήταν φανερό πως ήταν Άραβας. Είχε έρθει μια μέρα με ένα φορτηγό πλοίο στο λιμάνι της Κάτω Πάφου, και εγκαταστάθηκε για πάντα στη πόλη του Κτημάτου. Έφερε μαζί του ψιλικά λογιών ειδών, και έκαμε το επάγγελμα του Γυρολόγου.
Με τον καιρό κέρδισε πολλά χρήματα, και καθώς ήταν καλός νοικοκύρης, τα επένδυε αγοράζοντας γην εις το χωρίον της Γεροσκήπους δημιουργώντας αργά και με τον καιρό, ένα μεγάλο τσιφλίκι. Ύστερα προσέλαβε πολλούς μισταρκούς, εφύτευσε φυτείες και ασχολήθηκε με την καλλιέργεια της γης. Με αυτό τον τρόπο πρόκοψε και έγινε εύπορος και νοικοκύρης.
Μα πριν γίνει άρχοντας, όταν ακόμα γυρολογούσε και περνούσε από την Χλώρακα, μέσα στην καρδιά του έβαλε την όμορφη φτωχή κόρη. Όμως, καθώς και αυτός πολύ φτωχός, δεν τόλμησε καμιά φορά να της φανερώσει την αγάπη του.
Μα ύστερα από κάμποσο καιρό, μια Κυριακή που τέλειωσε η λειτουργία στην εκκλησιά και πολλοί χωριανοί κάθονταν στον καφενέ, από μακριά στη στράτα φάνηκε ένα ψηλό άλογο που το καβαλίκευε ένας νεαρός με την καλή του φορεσιά που έδειχνε αρχοντιά, να έρχεται προς το χωριό.
Οι φτωχοί χωρικοί το αντίκρισαν με περιέργεια να έρχεται και να ξεπεζεύει, να δένει το ζώο και να κατευθύνεται στον καφενέ και εγκάρδια να τους χαιρετά.
Έκπληκτοι αναγνώρισαν τον παλιό πραματευτή τον Αλή έναν άρχοντα πλέον καθώς φαινόταν, και που ήρθε να τους επισκευθεί.
Όμως για να μην τα πολυλογούμε, ο άρχοντας Αλής, είχε έρθει στο χωριό για να γυρέψει γυναίκα του την όμορφη Πατού. Και έγιναν οι γάμοι, στρώθηκαν τρικούβερτα τραπέζια, και γιόρτασαν όλοι, και χάρηκαν όλοι για την καλή τύχη της ορφανής.

Ύστερα η Πατού έφυγε με τον άντρα της και έμεινε το χωράφι της έρημο, ακαλλιέργητο, τα τρεμίθια και τα τεράτσια έμειναν πάνω στα δένδρα, όμως μέχρι σήμερα έμεινε το όνομα ως «χωράφι της ΑληΠατούς. Είναι αληθινή ιστορία, και το χωράφι της Αληπατούς, ευρίσκεται στην οδό Νικόλα Πενταρά και Αντώνη Χ΄Αχχιλλέα, 200 μέτρα από την παλιά βρύση του χωριού.  

ΜΕΛΑΝΟΣ, ΤΟΠΟΙ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

Είναι ένας υπερυψωμένος τόπος στα νότια σύνορα της Χλώρακας προς τη μεριά της Κάτω Πάφου. Τα πετρώματα του είναι στο σύνολο τους από μέλανο, εξ ου και το τοπωνύμιο του.
Όμως μια παλιά ιστορία λέει πώς όταν τα χρόνια εκείνα που η δουλεία υπήρχε ως θεσμός σε όλους τους πολιτισμούς του κόσμου, και πήγαζε από την ανάγκη εξεύρεσης εργατικού και αγροτικού δυναμικού, καθώς και άλλων αναγκών, και η υποδούλωση των ανθρώπων θεωρείτο επί δεκάδες αιώνες μια απόλυτα νόμιμη κατάσταση κατά την οποία δούλοι ή σκλάβοι αντιμετωπίζονταν ως αντικείμενα και η μεταχείριση τους στη σκληρή εργασία ήταν μέχρι θανάτου, έτσι και η Κύπρος δεν εξαιρέθηκε του κανόνος, και κατά τη διάρκεια των αιώνων, ο φτωχός πληθυσμός ως υπόδουλοι κάτοικοι, υπήρξαν σκλάβοι. Καθώς όμως μικρός ο πληθυσμός, οι τσιφλικάδες και οι ιδιοκτήτες των λατομείων του χαλκού, χρησιμοποιούσαν νέγρους σκλάβους τους οποίους εφοδιάζονταν από δουλέμπορους που τους έφερναν με τα πλοία.
Στην Πάφο το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε να συμβαίνει εις μεγάλο βαθμό κατά τον 12ο αιώνα, όταν οι Φράγκοι κατακτητές μοίρασαν τη γη σε φεουδάρχες, οι οποίοι ησχολήθησαν με την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμων και τεύτλων για την παραγωγή ζάχαρης την οποίαν εξήγαγαν στις γειτονικές χώρες της Ευρώπης.
Στη Πάφο η περιοχή της Μάας έως την Πέτρα του Ρωμιού, ήταν μια απέραντη πεδιάδα την οποίαν καλλιεργούσαν και έσπερναν με τεύτλα μέχρι την εποχή των Ρηγάδων. Απόδειξη περί τούτου, αποτελεί το αυλάκι της Ρήγαινας που τα απομεινάρια του ακόμα ευρίσκονται στη Χλώρακα, και το οποίο χρησίμευε για να φέρνει νερό από τα λουτρά του Άδωνη, και να ποτίζεται ο κάμπος από τη Χλώρακα μέχρι το κάστρο της Πάφου.
Στη Χλώρακα λοιπόν μια παλιά εποχή, οι σκλάβοι ξεσηκώθηκαν να δραπετεύσουν μη αντέχοντας άλλο τη σκληρή δουλεία. Γνωρίζοντας πώς θα βρουν το θάνατο με την εξέγερση τους, εντούτοις προτίμησαν αυτού του είδους τη λύτρωση από την απάνθρωπη μεταχείριση που τύχαιναν από τον αφέντη τους ο οποίος ήταν ένας πολύ σκληρός φεουδάρχης.

Τους κυνήγησε μέχρι το ύψωμα που δεσπόζει πέρα από τον κάμπο, και εκεί τους κατάσφαξε όλους, θέλοντας τοιουτοτρόπως να δώσει ένα παράδειγμα. Το αίμα έτρεξε ποτάμι και πότισε όλη τη γη, και συνέχισε να ρέει μέχρι τη θάλασσα η οποία βάφτηκε με μελανί χρώμα όπως και η γη που ποτίστηκε και χρωματίστηκε παίρνοντας όψη μελανή. Από τότε ο χερσαίος τόπος της άγριας σφαγής, ονομάστηκε από τους ντόπιους Μέλανος και η θάλασσα Μελανούθκια, καθώς η γη στη στεριά και στη θάλασσα, έμεινε βαμμένη σε χρώμα μελανί από το αίμα των σκλάβων με το οποίο ποτίστηκε. 

ΟΙ ΚΛΟΥΝΟΙ

Η Κύπρος είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μέρος με σπάνια χλωρίδα και πανίδα, που ως νησί κοντά στην Ασία, καλύπτεται από άνυδρους και άγονους ξερότοπους κατοικημένους από είδη ερπετών, αλλά και από τόπους χλοερούς γεμάτους δάση που  φιλοξενούν έναν τεράστιο αριθμό ειδών χλωρίδας και πανίδας.
Παλιότερα πρίν η οικοδομική ανάπτυξη καταστρέψει τους πλείστους άγριους τόπους, η φύση ήταν γεμάτη από βιότοπους μοναδικούς που μόνο βοσκοί και φυσιολάτρες τους γνώριζαν, αλλά αυτό συνεβαινε μια φορά και έναν καιρό, ώσπου δυστυχώς η πρόοδος και η απληστία του σύγχρονου ανθρώπου τους κατάστρεψε και τους μετέτρεψε σε σύγχρονες οικιστικές μονάδες ξεχερσώνοντας όλους τους ποταμούς και τες ρεματιές, και σκεπάζοντας τη γη με μπετόν και ψηλά κτίρια.

Στη Χλώρακα ήταν ένα απότομο φαράγγι που η φύση το κατασκεύασε με μοναδική ομορφιά. Ήταν ένα μικρό καταπράσινο κομμάτι γης  τοποθετημένο στα ριζά των αβαθή γκρεμμών στις παρυφές του χωριού. Αποτελείτο από  άγρια βλάστηση με καλαμιώνες, βάτα, σχοίνα και μυρσίνια. Είχε θεόρατους δρύες και βελανιδιές που ξεπρόβαλλαν πάνω από το βαθύ πράσινο. Είχε αδιαπέραστη βλάστηση που μέσα είχαν τις φωλαιές των αμέτρητες αλεπούδες, είχε βλαστημένη όλη την Μεσογειακή χλωρίδα.
Ήταν ένα τοπίο κατασκευασμένο από το χέρι του Θεού με αδιαπέραστη βλάστηση και με τα άγρια βάτα πυκνά και επικίνδυνα, ώστε ουδέποτε κινδύνευσε από τη βόσκηση, ούτε ανθρώπου χέρι για εκατοντάδες χρόνια μπόρεσε να επέμβει.
Το νερό ανέβλυζε μέσα από τη γη και σχημάτιζε μικρά ρυάκια που έρεαν ανάμεσα στους καλαμιώνες ασταμάτητα ολημερίς και βράδυ όλους τους χειμώνες κι όλα τα καλοκαίρια ποτίζοντας τη χλωρίδα που βλάσταινε μοναδική και ποικιλόμορφη.
Ήταν  ένας πράσινος τόπος με απαράμιλλο κάλλος, ένας τόπος άγριας πανίδας και χλωρίδας.
Όμως ήρθαν οι άνθρωποι και τα ξήλωσαν όλα. Κατάστρεψαν την φυσική βλάστηση και έδιωξαν τα άγρια ζώα που για αιώνες ζούσαν εκεί. Ότι δεν μπόρεσαν τα χέρια μόνα τους να καταστρέψουν, οδήγησαν μηχανές και μπουλντόζες που ξερίζωσαν τη βλάστηση και ξεχέρσωσαν τη γη, και έθαψαν τα τρεχούμενα νερά μέσα βαθιά στο χώμα.
Τα έκαψαν όλα, τα ισοπέδωσαν όλα, έφτιαξαν οικόπεδα και έκτισαν μέσα σπίτια και πολυκατοικίες. Όλα για το συμφέρον, σε μια ασταμάτητη καταστροφική πορεία εκμετάλλευσης της γης.
Τώρα στην περιοχή των Κλούνων, αντί για θεόρατα δένδρα, ξεφυτρώνουν πανύψηλα κτίρια που σκιάζουν τη θέα όλης της πεδινής παράλιας περιοχής, και  όλης σχεδόν  της θάλασσας. Ένας πνεύμονας πρασίνου και οξυγόνου χάθηκε, και ο θαλασσινός αέρας σταμάτησε έως εκεί, έπαυσε να φυσά πιο πέρα.
Τώρα, γέμισε ο τόπος πολυκατοικίες με απεριόριστη θέα, σκαλοπάτια και δρόμοι στήθηκαν στα πρότεινα φαράγγια, ενώ αυτοκίνητα σταθμεύουν εκεί όπου πρώτα ήσαν φωλαιές άγριων πτηνών και ζώων.

Ακόμα μια φορά η ανθρώπινη καταστροφή επήλθε πλήρης και ολοκληρωτική, ακόμα μια φορά η ανθρώπινη σκέψη δεν μπόρεσε να συλλάβει τον όλεθρο που φέρνει η ασυλλόγιστη πρόοδος, παρά μόνο χωρίς αίσθηση και ευαισθησία προχώρησε στην αποψίλωση της φύσης με έγνοια μόνη, το προσωρινό κέρδος.