Στεναχώρια και θλίψη κυρίευσε τους ανθρώπους, αλλά
κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει με το κακό. Έμοιαζε η τρομερή ένα μεγάλο
ανίκητο θεριό.
Περνούσε ο καιρός λοιπόν, και όλοι παρακαλούσαν τον
Θεό να στείλει έναν ανδρειωμένο να διώξει το Εξώρκι. Ο βασιλιάς
έβγαλε φιρμάνι πώς όποιο παλληκάρι το έδιωχνε, θα του έδινε το μισό του
βασίλειο.
Μια μέρα το λοιπόν, ένα νέος άφοβος και ανδρειωμένος
φάνηκε στα μέρη της Χλώρακας. Κρατούσε μια μεγάλη μαγκούρα και ήταν φανερό πώς
ερχόταν από μακριά. Κουρασμένο το παλληκάρι, πήγε να ξεδιψάσει και να πληθεί
στη μικρή λιμνούλα. Μονομιάς το κακό Εξώρκι, άρχισε να αλαλάζει τρομερά,
θέλοντας να τον φοβίσει.
Όμως το παλληκάρι ανδρειωμένο και άφοβο, με πολλή θάρρος άρπαξε τη μάγισσα και με τη μαγκούρα του άρχισε να την δέρνει. Της έδωσε κάμποσες ξυλιές στη ράχη και αυτή με μια φοβισμένη κραυγή έφυγε τρέχοντας, και από τότε κανείς στον τόπο δεν ξανάκουσε γι αυτήν.
Ο λαϊκός θρύλος λέγει πως το ανδρειωμένο παλληκάρι ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και όταν ο βασιλιάς το κατάλαβε, έκτισε προς τιμήν του το εκκλησάκι του Αρχάγγελου πάνω από το Αγίασμα. Δεν ήταν υπέρλαμπρος ναός αλλά μικρό το εκκλησάκι καθώς ήταν ένα φτωχός βασιλιάς, όμως σημασία είχε πώς ο βασιλιάς και οι υπήκοοι του όρισαν τον Άγιο Αρχάγγελο ως προστάτη τους και τον δόξαζαν με περισσή λατρεία από εκείνα τα χρόνια, μέχρι σήμερα.
Το Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ έτρεχε μέχρι πρόσφατα
και γιάνησκε τους ανθρώπους, και πότιζε τα χωράφια τα οποία γιορκούσαν περίσσια
και έδιναν τροφή σε όλο το λαό. Όμως δυστυχώς όπως συνήθως, άπληστοι και
άσκεπτοι άνθρωποι, σκέπασαν το Αγίασμα μέσα στη γη, και πάνω έκτισαν
πολυκατοικίες και διαμερίσματα. Τώρα έμεινε μόνο το μικρό εκκλησάκι να θυμίζει
σε όσους γνωρίζουν το παραμύθι, τον θρύλο του Αρχάγγελου που ντύθηκε άνθρωπος
και έδιωξε το κακό Εξώρκι.