Ήταν μια φορά στη Χλώρακα μια μικρή ορφανή που την
έλεγαν Πατού και ζούσε μόνη σε ένα μικρό σπιτάκι κτισμένο σ ένα μικρό χωραφάκι
όπου μέσα είχε βλαστημένες τρεμιθιές, τερατσιές, και βελανιδιές.
Ήταν 15 χρονών και για να ζήσει μάζευε τεράτσια και
έφτιαχνε τερατσόμελο, τρεμίθια και έφτιαχνε τρεμιχόλαδο, καθώς και βελανίδια ως
τροφή για τα ζώα. Φύτευε και λίγα χόρτα και οπωρικά που τα πότιζε από την βρύση
του χωριού, και όλα αυτά, τα πωλούσε στις καλές γειτόνισσες που με ευχαρίστηση
τα αγόραζαν, ώστε τοιουτοτρόπως τη βοηθούσαν να ανταπεξέρχεται λίγο τη μεγάλη
της φτώχεια. Διαβιούσε φτωχικά και με δυσκολία, αλλά ήταν τίμια και καλή
χριστιανή. Ήταν πολύ όμορφη και όλοι την συμπαθούσαν, όμως είχε και αυτή
σεβασμό στους μεγαλυτέρους της και τιμούσε όλους τους χωριανούς. Στον εύκαιρο
της καιρό επισκεπτόταν τις χωριανές νοικοκυρές, και πρόθυμα προσφερόταν να τις
βοηθήσει στις οικιακές τους εργασίες. και αυτές όμως την βοηθούσαν καθώς πολύ
την αγαπούσαν, και επιπλέον την συμβούλευαν. Την συμπαθούσαν, ήθελαν γι αυτήν
μια καλύτερη μοίρα και της εύχονταν να βρει ένα καλό παλικάρι να παντρευτεί,
και έτσι να νοικοκυρευτεί.
Ήταν και ένας μικρέμπορας, που τον έλεγαν Αλή. Είχε
μαυριδερό πρόσωπο και ήταν φανερό πως ήταν Άραβας. Είχε έρθει μια μέρα με ένα
φορτηγό πλοίο στο λιμάνι της Κάτω Πάφου, και εγκαταστάθηκε για πάντα στη πόλη
του Κτημάτου. Έφερε μαζί του ψιλικά λογιών ειδών, και έκαμε το επάγγελμα του
Γυρολόγου.
Με τον καιρό κέρδισε πολλά χρήματα, και καθώς ήταν
καλός νοικοκύρης, τα επένδυε αγοράζοντας γην εις το χωρίον της Γεροσκήπους
δημιουργώντας αργά και με τον καιρό, ένα μεγάλο τσιφλίκι. Ύστερα προσέλαβε
πολλούς μισταρκούς, εφύτευσε φυτείες και ασχολήθηκε με την καλλιέργεια της γης.
Με αυτό τον τρόπο πρόκοψε και έγινε εύπορος και νοικοκύρης.
Μα πριν γίνει άρχοντας, όταν ακόμα γυρολογούσε και
περνούσε από την Χλώρακα, μέσα στην καρδιά του έβαλε την όμορφη φτωχή κόρη.
Όμως, καθώς και αυτός πολύ φτωχός, δεν τόλμησε καμιά φορά να της φανερώσει την
αγάπη του.
Μα ύστερα από κάμποσο καιρό, μια Κυριακή που τέλειωσε
η λειτουργία στην εκκλησιά και πολλοί χωριανοί κάθονταν στον καφενέ, από μακριά
στη στράτα φάνηκε ένα ψηλό άλογο που το καβαλίκευε ένας νεαρός με την καλή του
φορεσιά που έδειχνε αρχοντιά, να έρχεται προς το χωριό.
Οι φτωχοί χωρικοί το αντίκρισαν με περιέργεια να
έρχεται και να ξεπεζεύει, να δένει το ζώο και να κατευθύνεται στον καφενέ και
εγκάρδια να τους χαιρετά.
Έκπληκτοι αναγνώρισαν τον παλιό πραματευτή τον Αλή
έναν άρχοντα πλέον καθώς φαινόταν, και που ήρθε να τους επισκευθεί.
Όμως για να μην τα πολυλογούμε, ο άρχοντας Αλής, είχε
έρθει στο χωριό για να γυρέψει γυναίκα του την όμορφη Πατού. Και έγιναν οι
γάμοι, στρώθηκαν τρικούβερτα τραπέζια, και γιόρτασαν όλοι, και χάρηκαν όλοι για
την καλή τύχη της ορφανής.